ποικιλόμυθος
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
ποικιλόμυθον, of various discourse, χείλη AP5.55 (Diosc.); epithet of Cronus, Orph.H.13.5; of Hermes, ib.28.8.
German (Pape)
[Seite 650] voll mannichfaltiger Rede, Erzählung, beredt, geschwätzig, Orph. H. 12, 5 u. a. sp. D., wie Sosipat. 3 (Diosc. V, 56), χείλη.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux paroles variées, éloquent.
Étymologie: ποικίλος, μῦθος.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόμῡθος: болтающий без умолку (χείλη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόμῡθος: -ον, ὁ λέγων ποικίλα, ποικίλους λόγους, Ἀνθ. Π. 5. 56, Ὀρφ. Ὕμν. 13, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Κρόνου και του Ερμού) αυτός που λέει ποικίλους λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μυθος (< μῦθος), πρβλ. ακριτόμυθος].
Greek Monotonic
ποικῐλόμῡθος: -ον, αυτός που λέγει ποικίλους, διάφορους λόγους, σε Ανθ.