νησίαρχος

English (LSJ)

ὁ, = νησιάρχης (governor of an island, governor of islands), IG 11(4).559 (Delos, iii BC), 1126 (ii BC), Inscr.Délos 442 B 71 (ii BC) ; of Tiberius at Capreae, DC. 58.5.

Greek Monolingual

νησίαρχος, ὁ (Α)
νησιάρχης·
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -άρχος (< ἄρχω), κατά τα πολί-αρχος, ταξί-αρχος].

German (Pape)

ὁ, der Inselbeherrscher, DC. 58.5.