άρχος
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
ο
1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός
2. ο άρχοντας, ο ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)].