νησσίον

English (LSJ)

τό, Dim. of νῆσσα, PLond.ined.2181 (vi/vii A.D.).

Greek Monolingual

νησσίον και αττ. τ. νηττίον, τὸ (Α) νήσσα
μικρή πάπια, παπάκι.