νικάριον

English (LSJ)

τό, name of an eyesalve, Alex.Trall.2.

Greek (Liddell-Scott)

νικάριον: τό, ἀλοιφὴ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλεξ. Τραλλ. 2. 132.

Greek Monolingual

νικάριον, το (AM)
μσν.
1. μικρό απεικόνισμα της θεάς Νίκης στη μία όψη ρωμαϊκού νομίσματος
αρχ.
1. απεικόνιση μικρής νίκης
2. η αντίθετη, από αυτήν που φέρει την παράσταση, όψη του νομίσματος και γενικά η αντίθετη πλευρά του νομίσματος
3. είδος κολλυρίου, αλοιφής τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. αφροδιτάριον)].

German (Pape)

τό, eine Augensalbe, Alex.Trall.