νιτρῖτις

English (LSJ)

ιδος, ἡ, producing νίτρον, λίμνη Str.11.14.8.

Greek Monolingual

νιτρῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
λίμνη που περιέχει νίτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + επίθημα -ῖτις (πρβλ. σεληνίτις)].

German (Pape)

ιδος, ἡ, γῆ, νίτρον enthaltend, Sp.