νομομαχώ
Greek Monolingual
νομομαχῶ, -έω (Μ)
αντιτίθεμαι στον νόμο ή στους νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ψυχομαχώ].
νομομαχῶ, -έω (Μ)
αντιτίθεμαι στον νόμο ή στους νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ψυχομαχώ].