αντιτίθεμαι
From LSJ
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
Greek Monolingual
(AM ἀντιτίθεμαι κ. -τίθημι)
1. είμαι αντίθετος σε κάτι, έχω διαφορετική άποψη για κάτι
2. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι σε κάποιον
αρχ.
(-τίθημι)
1. αντιτάσσω
2. συγκρίνω
3. τοποθετώ κάτι ως αντάλλαγμα ή αντίτιμο.