νοομαντεία

Greek Monolingual

η
η ικανότητα του να μαντεύει κανείς τις σκέψεις του άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + μαντεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].