νοσογόνος

Greek Monolingual

-ο θηλ. και -α
αυτός που προξενεί νόσο («νοσογόνα μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. καπνογόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].