καπνογόνος
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που παράγει καπνό («καπνογόνα μηχανήματα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνογόνα
ουσίες που με την καύση τους παράγεται καπνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, σεισμογόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].