νοσομαχώ
Greek Monolingual
νοσομαχῶ, και νοσημαχῶ, -έω (Μ)
προσπαθώ να καταπολεμήσω νόσο που με βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μαχαιρομαχώ].
νοσομαχῶ, και νοσημαχῶ, -έω (Μ)
προσπαθώ να καταπολεμήσω νόσο που με βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μαχαιρομαχώ].