και νταβατούρι και ταβατούρι, το1. έντονος θόρυβος που συνδυάζεται με αταξία και σύγχυση ως απόρροια συρροής πλήθους ανθρώπων2. καβγάς, συμπλοκή, επεισόδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tevatur «πολλοί μάρτυρες στο δικαστήριο»].