νυκταλωπιώ
Greek Monolingual
(Α νυκταλωπιῶ, -άω)
νεοελλ.
πάσχω από νυκταλωπία, βλέπω καλύτερα όταν το φως είναι λίγο και ασθενές, παρά όταν είναι άπλετο και ισχυρό
αρχ.
πάσχω από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτάλωψ «αυτός που βλέπει κατά τη διάρκεια της νύχτας» + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστιώ)].