νυκτοδεσπότις: -ιδος, ἡ, ἡ τῆς νυκτὸς δέσποινα, ν. κόρη, ἡ σελήνη, Θ. Πρόδρ. εἰς Ἀνδρ. Κομν. στ. 248.
νυκτοδεσπότις, -ιδος, ἡ (Μ)(για τη Σελήνη) η δέσποινα, η κυρά, η κυρίαρχος της νύχτας.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + δεσπότις].