νυκτοειδής

English (LSJ)

νυκτοειδές, like night, offog, Hp.Aër.8; χρόνος ἐστὶν ἡμεροειδὲς καὶ ν. φάντασμα Epicur.Fr.294 (p.353 U.); σκότος Iamb. Protr.21.κθ'.

German (Pape)

ές, nachtartig, schwarz, Sp., καὶ ἡμεροειδὲς φάντασμα, Erkl. von χρόνος, S.Emp. adv.phys. 2.181. Vgl. νυκτεροειδής.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοειδής: похожий на ночь, подобный ночи (φάντασμα Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νύκτα, ἐπὶ ὀμίχλης ἢ ἀχλύος, Ἱππ. π. Ἀερ. 285, πρβλ. Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 181.

Greek Monolingual

νυκτοειδής, -ές (Α) [[νυξ, νυκτός]]
όμοιος με τη νύχτα, σκοτεινός.
επίρρ...
νυκτοειδῶς (Μ)
με σκοτεινό χρωματισμό («ἵνα τὰ ζιζάνια φανερὰ γένηται νυκτοειδῶς», Στουδ. Θεόδ.).