Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νυφίτσα
Greek Monolingual
η (Μ νυφίτσα και νυμφίτσα) νύφη κοινήονομασία ικτίδας, της Μustela nivalis, του μικρότερου αλλά και αιμοχαρούς σαρκοφάγου θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ.<νύφη κατ' ευφημισμό (πρβλ. γαλλ. belette<belle «όμορφη, καλή»)].