α, ον, = νύχιος, Theognost.Can.52.
νυχαῖος, -αία, -ον (Μ)σκοτεινός σαν τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τελευταίος)].