νυχοκόπτης

Greek Monolingual

ο
μικρό μεταλλικό εργαλείο για το κόψιμο τών νυχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι + -κόπτης (< κόπτω), πρβλ. χαρτοκόπτης].