νυχτιάτικος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα ή συμβαίνει κατά τη νύχτα, νυχτερινός
2. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) νυχτιάτικα
κατά τη νύχτα («ήλθε πάλι επίσκεψη νυχτιάτικα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. νυφιάτικος, χειμωνιάτικος)].