νυφιάτικος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. νυφικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νυφιάτικα
α) η ενδυμασία της νύφης, το νυφικό
β) τραγούδια που λέγονται κατά την ημέρα του γάμου
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με τρόπο που αρμόζει σε νεόνυμφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύφη + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. γαμπριάτικος, χειμωνιάτικος)].