νωπότητα

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του νωπού, φρεσκάδα
2. υγρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωπός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].