νόσωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, v. νόσανσις.

Russian (Dvoretsky)

νόσωσις: εως ἡ Arst. v.l. = νόσανσις.

Greek (Liddell-Scott)

νόσωσις: -εως, ἡ, ἴδε ἐν λ. νόσανσις.

Greek Monolingual

νόσωσις, ἡ (Α)
νόσανσις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ωσις μέσω νοσῶ, -όω (πρβλ. κάκωσις)].