ξάγρυπνος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. άγρυπνος, άυπνος
2. αυτός που επαγρυπνεί, που καιροφυλακτεί, που έχει τον νου του σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + άγρυπνος ή υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ξαγρυπνώ].