ξαγρυπνώ

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-άω
μένω άυπνος, αγρυπνώ, χάνω τον ύπνο μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- με επιτ. σημ. + αγρυπνώ].