ξένο

Greek Monolingual

και ξένον, το
χημ.
αμέταλλο και σπανιότατο χημικό στοιχείο που ανήκει στην ομάδα τών ευγενών αερίων και έχει σύμβολο Xe και ατομικό αριθμό 54.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xenon < ξένον, ουδ. του επιθ. ξένος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].