ξέσκουφος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν φοράει σκούφο, ξεσκούφωτος, ο χωρίς καπέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφουσκώνω].
-η, -ο
αυτός που δεν φοράει σκούφο, ξεσκούφωτος, ο χωρίς καπέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφουσκώνω].