ξέστρωτος

Greek Monolingual

-η, -ο ξεστρώνω
1. αυτός που δεν είναι στρωμένος, που δεν έχει στρωθεί, ξεστρωμένος, άστρωτος, χωρίς στρώμα, χωρίς στρωσίδι, χωρίς κάλυμμα
2. (για υποζύγια) αυτός που δεν έχει σαμάρι, ξεσαμάρωτος
3. φρ. «ξέστρωτος γάιδαρος»
(για πρόσ.) (επιτιμητικά) ατίθασος, ανυπότακτος, απειθάρχητος άνθρωπος.