ξέχειλος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για δοχεία) γεμάτος ώς τα χείλη, υπερπλήρης
2. (για υγρά) αυτός που ξεχειλίζει, που ξεπερνά τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χείλος].
-η, -ο
1. (για δοχεία) γεμάτος ώς τα χείλη, υπερπλήρης
2. (για υγρά) αυτός που ξεχειλίζει, που ξεπερνά τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χείλος].