ξανθαίνω

Greek Monolingual

ξανθός
1. δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, μεταβάλλω κάτι σε ξανθό
2. τηγανίζω ή ψήνω κάτι ώσπου να πάρει ξανθό χρώμα
3. (αμτβ.) γίνομαι ξανθός, παίρνω ξανθό χρώμα.