ξανθογονικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «ξανθογονικό οξύ»
χημ. συνοπτική ονομασία ομάδας ασταθών οργανικών οξέων, που τα άλατά τους σχηματίζονται με επίδραση αλκοξειδίων σε διθειάνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική του αντιδάνειου γαλλ. xanthogenique (< ξανθός + γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Οικονομίδη].