ξανθοκάρηνος
English (LSJ)
[κᾰ], ον, with yellow head, of Dionysus, AP9.524.15.
German (Pape)
[Seite 275] mit blondem Haupte, Bacchus, Hymn., (IV, 524, 15), wie Inscr. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la tête ou à la chevelure blonde.
Étymologie: ξανθός, κάρηνον.
Greek Monolingual
ξανθοκάρηνος, -ον (Α)
(επίθ. του Βάκχου) αυτός που έχει ξανθό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κάρηνον «κεφαλή» (πρβλ. χρυσοκάρηνος)].
Greek Monotonic
ξανθοκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει ξανθό κεφάλι, ξανθομάλλης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ξανθοκάρηνος: (ᾰρ) светлоголовый, т. е. светловолосый (Βάκχος Anth.).