ξεβράκωτος
Greek Monolingual
-η, -ο ξεβρακώνω
1. αυτός που δεν φορά βρακί, περισκελίδα
2. μτφ. πολύ φτωχός
3. ρακένδυτος, κουρελής
4. το θηλ. ως ουσ. η ξεβράκωτη
η χωρίς προίκα
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεβράκωτοι
τα πλήθη τών φτωχών στρωμάτων που πήραν μέρος στη Γαλλική Επανάσταση.