ξεβρακώνω
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
Greek Monolingual
1. βγάζω το βρακί κάποιου
2. αποκαλύπτω τον άσχημο χαρακτήρα ή τις κακές πράξεις κάποιου, ξεσκεπάζω
3. εξευτελίζω, προσβάλλω («με αυτά που μού είπε μέ ξεβράκωσε»)
4. (το παθ.) ξεβρακώνομαι
υποκύπτω, υποχωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + βρακώνω].