ρακένδυτος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥακένδυτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φορά κουρέλια, κουρελιάρης, ρακενδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. χαλκένδυτος)].