Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξεδίνω
Greek Monolingual
και ξεδώνω (Μ ξεδίνω) παραδίδομαι στη διασκέδαση προκειμένου να ξεχάσω κάτισυνήθως δυσάρεστο, το ρίχνω έξω μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεδομένος, -η, -ον ο κυριευμένος από ερωτική επιθυμία.