ξεκαβαλικεύω

Greek Monolingual

ξεκαβαλικεύω)
κατεβαίνω από άλογο, αφιππεύω, ξεπεζεύω
μσν.
βοηθώ κάποιον να κατεβεί από το άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + καβαλικεύω].