παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(AM ἀφιππεύω)μσν.- νεοελλ.κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύωαρχ.1. φεύγω έφιππος2. γυρίζω πίσω έφιππος.