ξεκουτιαίνω

Greek Monolingual

και ξεκουτιάζω
1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω
2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη»)
3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + κουτιαίνω (< κοντός)].