ξενομανής

Greek (Liddell-Scott)

ξενομανής: -ές, ὁ ξενομανῶν, μεταγεν.

Greek Monolingual

-ές (Α ξενομανής, -ές)
αυτός που θαυμάζει μέχρι μανίας τους ξένους και αποδέχεται ή μιμείται τις συνήθειες τους.
επίρρ...
ξενομανώς
με ξενομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππομανής, χορομανής].