χορομανής
From LSJ
English (LSJ)
χορομανές, mad after dancing, τρόπος Ar.Th.961 (lyr.); cf. χοροιμανής.
German (Pape)
[Seite 1366] ές, gew. Form statt des poet. χοροιμανής, τρόπος Ar. Th. 961.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
passionné pour les chœurs.
Étymologie: χορός, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
χορομᾰνής: неистово пляшущий: χορομανεῖ τρόπῳ Arph. в безумной пляске.
Greek (Liddell-Scott)
χορομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν χορόν, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 961· πρβλ. χοροιμανής.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοροιμανής Α
μανιώδης χορευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἐρωτο-μανής, ενώ ο ποιητ. τ. χοροιμανής με α' συνθετικό χοροῖ, τοπική του χορός (πρβλ. χοροιθαλής) για μετρικούς λόγους].