ξενοφανής

German (Pape)

[Seite 278] ές, fremdartig erscheinend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοφανής: -ές, ὁ φαινόμενος ὡς ξένος, καινοφανής, παράξενος, Ἰω. Δαμ. Ἐπιστ. εἰς Θεόφ. π. Εἰκ. σ. 128.

Greek Monolingual

-ές (Μ ξενοφανής, -ές)
καινοφανής, παράξενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σπουδαιοφανής].