ξεραΐλα

Greek Monolingual

η
1. ανομβρία, ξηρασία
2. ξηρότητα
3. αφορία, έλλειψη βλάστησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέρα + κατάλ. -ίλα (πρβλ. κοκκινίλα)].