ξεστήρ

Greek (Liddell-Scott)

ξεστήρ: ῆρος, ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ξέσιν καὶ λέανσιν, ἀγκών, βραχίων, ἁρμονία δακτύλων, ἐκ φυσικοῦ ξεστῆρος ἀπεξεσμένη Θ. Προδρ. κατὰ Ροδάνθ. κ. Δοσικλ. σ. 6.