ξετινάζω
Greek Monolingual
1. τινάζω ή κινώ κάτι με δύναμη για να φύγει η σκόνη
2. μτφ. α) καταστρέφω κάποιον οικονομικώς («τον ξετίναξαν στα χαρτιά»)
β) απογυμνώνω κάποιον από τα επιχειρήματα που προβάλλει, καταρρίπτω με λόγους ή γραπτώς τις γνώμες ή τις ιδέες που υποστηρίζει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-τινάσσω (αόρ. ἐξ-ετίναξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].