ξηρολουσία

English (LSJ)

ἡ, taking a dry bath, i.e. in hot sand, Cass.Fel.76.

Greek Monolingual

ξηρολουσία, ἡ (Α)
λουτρό σε θερμή άμμο, αμμόλουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -λουσία < λούω), πρβλ. θερμολουσία].