αμμόλουτρο
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
το Ιατρ.
η κάλυψη ενός μέρους ή ολόκληρου του σώματος με θερμή από τον ήλιο άμμο επί ορισμένο χρονικό διάστημα, για τη θεραπεία κυρίως ρευματικών παθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + λουτρό(ν). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sandbath. Ο ελληνικός όρος αμμόλουτρα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον λεξικογράφο και ιστορικό Σκαρλάτο Βυζάντιο, το 1862].