ξηροφαγώ

Greek Monolingual

ξηροφαγῶ, -έω (ΑΜ)
(συν. για νηστεία) τρώω ξηρά εδέσματα, δηλ. φαγητά που δεν έχουν μαγειρευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -φαγῶ (< -φάγος), πρβλ. ωμοφάγος.