Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωμοφάγος

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475

Greek Monolingual

-α, -ο / ὠμοφάγος,-ον, ΝΑ
αυτός που τρώει ωμές τροφές και, ιδίως, ωμό κρέας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωμοφάγα
τα σαρκοφάγα ζώα
αρχ.
φρ. «ὠμοφάγος χάρις» — η χαρά που προκαλείται από τη βρώση ωμού κρέατος (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φάγος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].