ξυλάγγουρο
Greek Monolingual
το
1. ο καρπός της ξυλαγ
γουριάς
2. (κατ' επέκτ.) το άγουρο πεπόνι
3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ψηλός, αδύνατος και άχαρος άνθρωπος («είναι σκέτο ξυλάγγουρο»)
β) αμόρφωτος, απαίδευτος.
το
1. ο καρπός της ξυλαγ
γουριάς
2. (κατ' επέκτ.) το άγουρο πεπόνι
3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ψηλός, αδύνατος και άχαρος άνθρωπος («είναι σκέτο ξυλάγγουρο»)
β) αμόρφωτος, απαίδευτος.